κρασπεδίτης: Difference between revisions
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(21) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρασπεδίτης]], ὁ (Α) [[κράσπεδον]]<br />ο [[τελευταίος]] του χορού, σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[κορυφαίο]]. | |mltxt=[[κρασπεδίτης]], ὁ (Α) [[κράσπεδον]]<br />ο [[τελευταίος]] του χορού, σε [[αντιδιαστολή]] με τον [[κορυφαίο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κρασπεδίτης:''' ου (ῑ) ὁ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди) (τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A hindmost person in a chorus, opp. κορυφαῖος, Plu.2.678e.
Greek (Liddell-Scott)
κρασπεδίτης: ῑ, ου, ὁ, ὁ ἔσχατος τοῦ χοροῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν κορυφαῖον, Πλούτ. 2. 678D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le dernier figurant d’un chœur.
Étymologie: κράσπεδον.
Greek Monolingual
κρασπεδίτης, ὁ (Α) κράσπεδον
ο τελευταίος του χορού, σε αντιδιαστολή με τον κορυφαίο.
Russian (Dvoretsky)
κρασπεδίτης: ου (ῑ) ὁ краспедит (крайний сзади участник хора, в отличие от корифея, стоящего впереди) (τὸν κρασπεδίτην τῷ κορυφαίῳ συνήκοον ἔχειν Plut.).