δυσκέραστος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκέραστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα ανακατεύεται.
|mltxt=[[δυσκέραστος]], -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα ανακατεύεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσκέραστος:''' v. l. δυσκέρατος 2 трудно смешивающийся, несоединимый (πρός τι Plut.).
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκέραστος Medium diacritics: δυσκέραστος Low diacritics: δυσκέραστος Capitals: ΔΥΣΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskérastos Transliteration B: dyskerastos Transliteration C: dyskerastos Beta Code: duske/rastos

English (LSJ)

ον,

   A hard to temper, φύσις πρὸς τὸ πιθανὸν δ. Plu.Dio 52; δύσμικτα καὶ δ. Id.2.754c.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu mischen, zu vereinigen, πρός τι, Plut. Dion. 52.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκέραστος: -ον, δυσκόλως συγκρινώμενος, Πλούτ. Δίωνι 52, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se mêle difficilement à, qui se prête difficilement à, πρός τι.
Étymologie: δυσ-, κεράννυμι.

Spanish (DGE)

-ον
reacio a mezclarse, poco propenso a mezclarse φύσις ... πρὸς τὸ πιθανὸν δ. naturaleza poco propensa a los métodos de la persuasión Plu.Dio 52, δύσμικτα ... καὶ δυσκέραστα de los jóvenes, Plu.2.754c.

Greek Monolingual

δυσκέραστος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ανακατεύεται.

Russian (Dvoretsky)

δυσκέραστος: v. l. δυσκέρατος 2 трудно смешивающийся, несоединимый (πρός τι Plut.).