δυσεξαρίθμητος: Difference between revisions
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσεξαρίθμητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ. | |lsmtext='''δυσεξαρίθμητος:''' -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσεξαρίθμητος:''' с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to count, Plb.3.58.6, Plu.2.667e.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu zählen; Pol. 3, 58; Plut. Symp. 4, 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεξᾰρίθμητος: -ον, δυσκόλως ἀριθμούμενος, Πολύβ. 3. 58, 6, Πλούτ. 2. 667Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à énumérer, innombrable.
Étymologie: δυσ-, ἐξαριθμέω.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de contar, incontable κίνδυνοι Plb.3.58.6, ἄλλα δυσεξαρίθμητα ἐνεγκεῖν citar otros innumerables (textos), Origenes Philoc.26.3, ἁμαρτήματα Nil.M.79.576D, c. dat. limitativo (ὄψα) δυσεξαρίθμητα τοῖς γένεσι καὶ ταῖς διαφοραῖς Plu.2.667e.
Greek Monolingual
δυσεξαρίθμητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα μπορεί να αριθμηθεί, ο πολυάριθμος.
Greek Monotonic
δυσεξαρίθμητος: -ον, αυτός που δύσκολα αριθμείται, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
δυσεξαρίθμητος: с трудом поддающийся исчислению, неисчислимый Polyb., Plut.