βιοδότης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βῐοδότης:''' ὁ, αυτός που παρέχει [[ζωή]] ή [[τροφή]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''βῐοδότης:''' ὁ, αυτός που παρέχει [[ζωή]] ή [[τροφή]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βιοδότης:''' дарующий жизнь ([[θεός]] Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A giver of livelihood, θεός Pl.Lg.921a.
German (Pape)
[Seite 445] θεός, Leben gebend, Plat. Legg. XI, 921 a.
Greek (Liddell-Scott)
βιοδότης: ὁ, ὁ διδοὺς τὴν ζωὴν ἢ τροφήν, θεὸς Πλάτ. Νόμ. 921Α.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui donne la vie.
Étymologie: βίος, δίδωμι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): -δώτης AP 9.525.3, IUrb.Rom.149.5 (II/III d.C.)
dador de vida θεός Pl.Lg.921a, ref. a Asclepio IUrb.Rom.l.c., a Apolo AP l.c.
Greek Monolingual
βιοδότης, ο (Α)
αυτός που παρέχει τα αναγκαία για τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -δοτης < δίδωμι.
Greek Monotonic
βῐοδότης: ὁ, αυτός που παρέχει ζωή ή τροφή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
βιοδότης: дарующий жизнь (θεός Plat.).