πυρισμάραγος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠρισμάρᾰγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη [[φωτιά]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''πῠρισμάρᾰγος:''' [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη [[φωτιά]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠρῐσμάρᾰγος:''' (μᾰ) бурнопламенный, страстный ([[πόθος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰρ], ον,
A roaring with fire, Theoc.Syrinx 8 (v.l. -σφάραγος).
German (Pape)
[Seite 823] im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόθος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pétille ou craque au feu.
Étymologie: πῦρ, σμαραγέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλι-σμάραγος, μεγαλο-σμάραγος).
Greek Monotonic
πῠρισμάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη φωτιά, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐσμάρᾰγος: (μᾰ) бурнопламенный, страстный (πόθος Anth.).