διφαλαγγία: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[διφαλαγγία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[πορεία]] πλοίων σε δύο φάλαγγες<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάλαγγα]] που βαδίζει παραταγμένη σε [[διπλούς]] στοίχους. | |mltxt=η (Α [[διφαλαγγία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[πορεία]] πλοίων σε δύο φάλαγγες<br /><b>αρχ.</b><br />[[φάλαγγα]] που βαδίζει παραταγμένη σε [[διπλούς]] στοίχους. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διφᾰλαγγία:''' ἡ воен. двойная фаланга Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A phalanx marching in two divisions, Plb.2.66.9, 12.20.7, Ael.Tact.36.3, Arr.Tact.28.6. 2 = διφαλαγγαρχία, Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.33.5.
Greek (Liddell-Scott)
διφᾰλαγγία: ἡ, διπλῆ φάλαγξ, Πολύβ. 2. 66, 9, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 formación de marcha en dos cuerpos Plb.12.20.7, Arr.Tact.28.6, δ. ἐπάλληλος falange desdoblada a lo largo Plb.2.66.9.
2 cuerpo de dos falanges, e.e., 8192 hombres, Ascl.Tact.2.10, Arr.Tact.10.7, Ael.Tact.33.5, cf. διφαλαγγαρχία.
Greek Monolingual
η (Α διφαλαγγία)
νεοελλ.
ναυτ. πορεία πλοίων σε δύο φάλαγγες
αρχ.
φάλαγγα που βαδίζει παραταγμένη σε διπλούς στοίχους.
Russian (Dvoretsky)
διφᾰλαγγία: ἡ воен. двойная фаланга Polyb.