δοξοκαλία: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοξοκαλία]], η (Α)<br />το να νομίζει [[κάποιος]] πως [[είναι]] [[ωραίος]]. | |mltxt=[[δοξοκαλία]], η (Α)<br />το να νομίζει [[κάποιος]] πως [[είναι]] [[ωραίος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοξοκᾰλία:''' ἡ мнимая красота Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A conceit of beauty, Pl.Phlb.49d.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, Schönheitswahn, d. i. eingebildete Schönheit; Plat. Phil. 49 d: Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοκαλία: ἡ, οἴησις ἐπὶ καλλονῇ, Πλάτ. Φιλήβ. 49Β.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fatua opinión de la propia belleza, δοξοσοφία καὶ δ. Pl.Phlb.49d, cf. Clem.Al.Paed.2.3.38.
Greek Monolingual
δοξοκαλία, η (Α)
το να νομίζει κάποιος πως είναι ωραίος.
Russian (Dvoretsky)
δοξοκᾰλία: ἡ мнимая красота Plat.