διακολλάω: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διᾰκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συγκολλώ]], σε Λουκ. | |lsmtext='''διᾰκολλάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συγκολλώ]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διακολλάω:''' склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A glue together, Luc.Ind.16:—Pass., λίθῳ διακεκολλημένος formed of stones morticed together, Id.Hipp.6.
German (Pape)
[Seite 582] verleimen, verkitten, διάδρομος λίθῳ διακεκολλημένος Luc. Hipp. 6.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰκολλάω: συγκολλῶ, Λουκ. Ἀπαιδ. 16. -Παθ., λίθῳ διακεκολλημένος, κατεσκευασμένος διὰ λίθων συγκεκολλημένων διὰ κονίας, ὁ αὐτ. Ἱππ. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
coller l’un contre l’autre ; λίθῳ διακεκολλημένος LUC formé de plaques de marbre reliées entre elles par du ciment.
Étymologie: διά, κολλάω.
Spanish (DGE)
1 encolar, pegar τὰ βιβλία Luc.Ind.16
•fig. poner seguido, unir de un centón διακολλῶν τὴν συμβολὴν τῶν ῥημάτων Gr.Nyss.Eun.2.128, cf. 3.5.24.
2 revestir con una decoración en v. pas. διάδρομος Νομάδι λίθῳ διακεκολλημένος un corredor revestido con mármol númida Luc.Hipp.6, cf. POxy.3473.12 (II d.C.).
Greek Monotonic
διᾰκολλάω: μέλ. -ήσω, συγκολλώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
διακολλάω: склеивать (τὰ βιβλία Luc.): λίθῳ διακεκολλημένος Luc. выложенный каменными плитами.