προτυπόω: Difference between revisions
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτῠπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σχηματίζω]] εκ των προτέρων — Μέσ., [[σχηματίζω]] για τον εαυτό μου, [[συλλαμβάνω]], [[επινοώ]], σε Λουκ. | |lsmtext='''προτῠπόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[σχηματίζω]] εκ των προτέρων — Μέσ., [[σχηματίζω]] για τον εαυτό μου, [[συλλαμβάνω]], [[επινοώ]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτῠπόω:''' <b class="num">1)</b> воображать: [[φέρε]] προτυπωσώμεθα παρ᾽ [[ἡμῖν]] αὐτοῖς Luc. давай представим себе;<br /><b class="num">2)</b> служить прообразом (τι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A form or mould beforehand, θεὸς π. τὸν γενικὸν ἄνθρωπον Ph.1.69, cf. Gal.5.418:—Med., form for oneself, Hld.9.25; figure to oneself, conceive, Luc.Par.40:—Pass., ἐς ἀρετὴν π. Phld.Mus.p.77 K.; οὕτως τῆς τάξεως -τετυπωμένης ἵνα . . OGI458.15 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 794] vorher abbilden, eine Vorstellung von etwas Zukünftigem geben, u. med. sich Etwas vorstellen; προτυπωσώμεθα παρ' ἡμῖν αὐτοῖς, worauf acc. c. inf. folgt, Luc. Parasit. 40; ψυ χῆς τὰ μέλλοντα εἴδωλα προτυπουμένης, Heliod. 9, 25.
Greek (Liddell-Scott)
προτῠπόω: σχηματίζω, μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ ἦθος Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., σχηματίζω δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· εἰκονίζω εἰς ἐμαυτόν, συλλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι πρότυπον, Ἀνθ. Π. 1. 59.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 modeler ou former auparavant;
2 représenter, symboliser;
Moy. προτυπόομαι-οῦμαι se représenter un modèle de, se figurer, acc. ; avec l’inf..
Étymologie: πρό, τυπόω.
Greek Monotonic
προτῠπόω: μέλ. -ώσω, σχηματίζω εκ των προτέρων — Μέσ., σχηματίζω για τον εαυτό μου, συλλαμβάνω, επινοώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προτῠπόω: 1) воображать: φέρε προτυπωσώμεθα παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς Luc. давай представим себе;
2) служить прообразом (τι Anth.).