λαιά: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(22)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαιά]] και λεῑα και λέα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> [[λαιαί]]<br />λίθοι με το [[βάρος]] τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που χρησιμοποιούσαν για την [[κίνηση]] αυτομάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. συνδέεται με το [[λᾶας]].
|mltxt=[[λαιά]] και λεῑα και λέα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> [[λαιαί]]<br />λίθοι με το [[βάρος]] τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού<br /><b>2.</b> [[λίθος]] που χρησιμοποιούσαν για την [[κίνηση]] αυτομάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. συνδέεται με το [[λᾶας]].
}}
{{elru
|elrutext='''λαιά:''' ἡ камень, груз (для укрепления нитей утка на станке) Arst.
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 6] ἡ, = λέα, καθάπερ τὰς λαιὰς προσάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7.

Greek Monolingual

λαιά και λεῑα και λέα, ἡ (Α)
1. στον πληθ. λαιαί
λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού
2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας.

Russian (Dvoretsky)

λαιά: ἡ камень, груз (для укрепления нитей утка на станке) Arst.