ὑπερμάκης: Difference between revisions
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερμάκης:''' [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί <i>ὑπερ-μήκης</i>. | |lsmtext='''ὑπερμάκης:''' [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί <i>ὑπερ-μήκης</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερμάκης:''' (ᾱ) дор. Pind. = [[ὑπερμήκης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. ὑπερμήκης.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερμάκης: [ᾱ], ες, Δωρικ. ἀντὶ ὑπερμήκης, Πίνδ.
English (Slater)
ὑπερμᾱκης
1 tremendous Ἀθαναία ἀλάλαξεν ὑπερμάκει βοᾷ (O. 7.37)
Greek Monolingual
ὑπέρμακες, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.
Greek Monotonic
ὑπερμάκης: [ᾱ], -ες, Δωρ. αντί ὑπερ-μήκης.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερμάκης: (ᾱ) дор. Pind. = ὑπερμήκης.