ῥίψασπις: Difference between revisions
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ῥίψασπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ρίχνει την [[ασπίδα]] του στη [[μάχη]], [[δειλός]], [[άνανδρος]], [[αποστάτης]], [[προδότης]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ῥίψασπις:''' -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ρίχνει την [[ασπίδα]] του στη [[μάχη]], [[δειλός]], [[άνανδρος]], [[αποστάτης]], [[προδότης]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥίψασπις:''' ῐδος ὁ и ἡ бросающий свой щит, т. е. дезертир Arph., Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ,
A throwing away one's shield in battle, craven, Ar.Nu.353, Pax1186, Pl.Lg.944b.
German (Pape)
[Seite 845] ιδος, Schildwegwerfer, der in der Schlacht den Schild Wegwerfende und Entfliehende; Ar. Nubb. 352 Pax 1152; ἀνδρὶ ῥιψάσπιδι, Plat. Legg. XII, 944 b; Plut. Pelop. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίψασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ῥίπτων τὴν ἑαυτοῦ ἀσπίδα ἐν τῇ μάχῃ, δειλός, Ἀριστοφ. Νεφ. 353, Εἰρ. 1186, Πλάτ. Νόμ. 944Β. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥίψασπις· ὁ ἐν τῷ πολέμῳ τὰ ὅπλα ῥίψας ἐκ φόβου, δειλός».
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
le lâche qui jette son bouclier pour s’enfuir.
Étymologie: ῥίπτω, ἀσπίς.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ
1. αυτός που ρίχνει την ασπίδα του και τρέπεται σε φυγή την ώρα της μάχης, αυτός που εγκαταλείπει τα όπλα από φόβο
2. (γενικά) φυγόμαχος, δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + ἀσπίς, -ίδος (πρβλ. μίκρ-ασπις, φέρ-ασπις)].
Greek Monotonic
ῥίψασπις: -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που ρίχνει την ασπίδα του στη μάχη, δειλός, άνανδρος, αποστάτης, προδότης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥίψασπις: ῐδος ὁ и ἡ бросающий свой щит, т. е. дезертир Arph., Plat., Plut.