τυκτά: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυκτά:''' περσική [[λέξη]] (tacht), την οποία ο Ηρόδ. ερμηνεύει δια του τέλειον [[δεῖπνον]] βασιλήιον.
|lsmtext='''τυκτά:''' περσική [[λέξη]] (tacht), την οποία ο Ηρόδ. ερμηνεύει δια του τέλειον [[δεῖπνον]] βασιλήιον.
}}
{{elru
|elrutext='''τυκτά:''' (перс. tacht = греч. [[τέλειον]] [[δεῖπνον]] [[βασιλήϊον]]) парадный царский пир Her.
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυκτά Medium diacritics: τυκτά Low diacritics: τυκτά Capitals: ΤΥΚΤΑ
Transliteration A: tyktá Transliteration B: tykta Transliteration C: tykta Beta Code: tukta/

English (LSJ)

a Persian word, which Hdt. (9.110) translates by τέλειον δεῖπνον βασιλήϊον.

Greek (Liddell-Scott)

τυκτά: Περσικὴ λέξις (tacht), ἣν ὁ Ἡρόδ. 6. 110 ἑρμηνεύει διὰ τοῦ τέλειον δεῖπνον βασιλήιον.

French (Bailly abrégé)

achevé, accompli, somptueux (festin).
Étymologie: mot perse.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ηρόδ.) «τέλειον δεῑπνον βασιλήϊον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης].

Greek Monotonic

τυκτά: περσική λέξη (tacht), την οποία ο Ηρόδ. ερμηνεύει δια του τέλειον δεῖπνον βασιλήιον.

Russian (Dvoretsky)

τυκτά: (перс. tacht = греч. τέλειον δεῖπνον βασιλήϊον) парадный царский пир Her.