πεζοβόας: Difference between revisions
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεζοβόας:''' Δωρ. αντί -[[βόης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[βοάω]]), αυτός που κραυγάζει στη [[μάχη]] [[πεζός]], [[πεζός]] [[στρατιώτης]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''πεζοβόας:''' Δωρ. αντί -[[βόης]], <i>-ου</i>, <i>ὁ</i> ([[βοάω]]), αυτός που κραυγάζει στη [[μάχη]] [[πεζός]], [[πεζός]] [[στρατιώτης]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεζοβόας:''' ου ὁ дор. = * [[πεζοβόης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
α, Dor. for -βόης, ὁ,
A one who responds to the battle-cry on foot, foot-soldier, Pi.N.9.34.
German (Pape)
[Seite 542] dor. statt -βόης, ὁ, Fußschreier, d. i., Fußkämpfer, Streiter zu Fuße, Pind. N. 9, 34.
Greek (Liddell-Scott)
πεζοβόας: Δωρ. ἀντὶ -βόης, ου, ὁ, ὁ ἐκβάλλων τὴν πολεμικὴν κραυγὴν πεζός, πεζὸς στρατιώτης, Χρωμίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ’ ἐν μάχαις ἔκρινας ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀϋτᾶς, «τῷ Χρωμίῳ συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων» (Σχόλ.), Πινδ. Ν. 9. 81.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui combat à pied.
Étymologie: πεζός, βοή.
English (Slater)
πεζοβόας
1 footsoldier Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις (N. 9.34)
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. στρατιώτης που εκθάλλει πολεμική ιαχή πεζός
2. (κατ' επέκτ.) πεζός στρατιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -βόας (< βοῶ), πρβλ. μεγαλο-βόας].
Greek Monotonic
πεζοβόας: Δωρ. αντί -βόης, -ου, ὁ (βοάω), αυτός που κραυγάζει στη μάχη πεζός, πεζός στρατιώτης, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
πεζοβόας: ου ὁ дор. = * πεζοβόης.