σπευστικός: Difference between revisions
From LSJ
(38) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σπευστός]]<br />αυτός που σπεύδει, [[βιαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπευστικῶς</i><br />βιαστικά. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[σπευστός]]<br />αυτός που σπεύδει, [[βιαστικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σπευστικῶς</i><br />βιαστικά. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπευστικός:''' торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A hasty, Arist.EN1125a14. Adv. -κῶς EM738.27.
German (Pape)
[Seite 921] eilig, hastig, eifrig; οὐ γὰρ σπευστικὸς ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων, Arist. eth. 4, 3. – Adv., E. M.
Greek (Liddell-Scott)
σπευστικός: -ή, -όν, σπεύδων, «βιαστικός», Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 3, 34. -Ἐπίρρ. -κῶς, Ἐτυμολ. Μέγ. 738. 27.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπευστός
αυτός που σπεύδει, βιαστικός.
επίρρ...
σπευστικῶς
βιαστικά.
Russian (Dvoretsky)
σπευστικός: торопливый (οὐ γὰρ σ. ὁ περὶ ὀλίγα σπουδάζων Arst.).