ῥακτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
(36)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει [[κανείς]] [[κάτι]] («ῥακτήρια κέντρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, [[θορυβώδης]] («[[μέλη]] βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥακτήριον<br />ὄρχησίς τις» <br />β) «ῥακτήρια<br />τύμπανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> μέσω ενός αμάρτυρου <i>φακτήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φυλακ</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-α, -ον, Α<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει [[κανείς]] [[κάτι]] («ῥακτήρια κέντρα», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, [[θορυβώδης]] («[[μέλη]] βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) «ῥακτήριον<br />ὄρχησίς τις» <br />β) «ῥακτήρια<br />τύμπανα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥάσσω]] «[[χτυπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> μέσω ενός αμάρτυρου <i>φακτήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φυλακ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥακτήριος:''' [[ῥάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);<br /><b class="num">2)</b> шумный, нестройный ([[μέλη]] [[βοῶν]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 07:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥακτήριος Medium diacritics: ῥακτήριος Low diacritics: ρακτήριος Capitals: ΡΑΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: rhaktḗrios Transliteration B: rhaktērios Transliteration C: raktirios Beta Code: r(akth/rios

English (LSJ)

α, ον, (ῥάσσω)

   A fit for striking with, κέντρα S.Fr.802.    II μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥ. broken, discordant (ψοφώδη καὶ θορυβώδη Hsch.), Id.Fr.699.    III ῥακτήριον· ὄρχησίς τις, Hsch.    IV ῥακτήρια· τύμπανα, Id.

German (Pape)

[Seite 833] womit man schlägt; zum Schlagen, Werfen; lärmend, tosend, Soph. frg. 631 bei Hesych., der ψοφώδης erkl., wie ῥακτήρια, τύμπανα, u. κέντρα ἀντὶ τοῦ κῶπαι.

Greek (Liddell-Scott)

ῥακτήριος: -α, -ον, (ῥάσσω) ἐπιτήδειος ὅπως κτυπήσῃ τις δι’ αὐτοῦ, κέντρα Τραγ. παρ’ Ἡσύχ. ΙΙ. μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια («ψοφώδη καὶ θορυβώδη» Ἡσύχ.) Σοφ. Ἀποσπ. 631.

Greek Monolingual

-α, -ον, Α
1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.)
2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδηςμέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον
ὄρχησίς τις»
β) «ῥακτήρια
τύμπανα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάσσω «χτυπώ» + επίθημα -τήριος μέσω ενός αμάρτυρου φακτήρ (πρβλ. φυλακ-τήριος)].

Russian (Dvoretsky)

ῥακτήριος: ῥάσσω
1) подталкивающий, подгоняющий (κέντρα Soph.);
2) шумный, нестройный (μέλη βοῶν Soph.).