θεραπευτήρ: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θερᾰπευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., ὁ περὶ τὸ [[σῶμα]] [[θεραπευτήρ]], σε Ξεν. | |lsmtext='''θερᾰπευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., ὁ περὶ τὸ [[σῶμα]] [[θεραπευτήρ]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θερᾰπευτήρ:''' ῆρος ὁ Xen., Plut. = [[θεραπευτής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A attendant, Aristox.Fr. Hist.15, Plu.Lyc.11, Charito4.1; ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. X.Cyr.7.5.65; τοῦ ἄντρου Max.Tyr.14.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1199] ῆρος, ὁ, = Folgdm, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ἀρχύτ. παρ’ Ἀθην. 545F, Πλούτ. Λυκ. 11˙ ὁ περὶ τὸ σῶμα θ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 serviteur, particul. serviteur ou adorateur d’un dieu;
2 celui qui prend soin de qch (du corps, etc.) ; celui qui soigne (les malades), médecin.
Étymologie: θεραπεύω.
Greek Monolingual
θεραπευτήρ, ὁ (Α) θεραπεύω
θεραπευτής («τοὺς συνήθεις ὑπηρέτας καὶ θεραπευτῆρας», Πλούτ.).
Greek Monotonic
θερᾰπευτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., ὁ περὶ τὸ σῶμα θεραπευτήρ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπευτήρ: ῆρος ὁ Xen., Plut. = θεραπευτής.