πεταυριστής: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
(32) |
(3b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[πετευριστής]] Α [[πεταυρίζω]] / [[πετευρίζομαι]]]<br />[[ακροβάτης]] που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε [[πάνω]] σε [[πέταυρο]]. | |mltxt=ο, ΝΑ, και [[πετευριστής]] Α [[πεταυρίζω]] / [[πετευρίζομαι]]]<br />[[ακροβάτης]] που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε [[πάνω]] σε [[πέταυρο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεταυριστής:''' οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 605] ὁ, der Seiltänzer, petaurista, Sp.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και πετευριστής Α πεταυρίζω / πετευρίζομαι]
ακροβάτης που εκτελούσε ασκήσεις ή χόρευε πάνω σε πέταυρο.
Russian (Dvoretsky)
πεταυριστής: οῦ ὁ досл. канатоходец, акробат, перен. прыгун Plin.