στέναγμα: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''στέναγμα:''' -ατος, τό, [[αναστεναγμός]], βαριαναστεναγμός, βογκητό, [[γογγυσμός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''στέναγμα:''' ατος τό стон Soph., Eur., Arph.
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στέναγμα Medium diacritics: στέναγμα Low diacritics: στέναγμα Capitals: ΣΤΕΝΑΓΜΑ
Transliteration A: sténagma Transliteration B: stenagma Transliteration C: stenagma Beta Code: ste/nagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sigh, groan, moan, S.OT5, E.Or.1326, Heracl. 478, Ar.Ec.367 (all in pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 935] τό, das Geseufze; Soph. O. R. 5; ἄξια στεναγμάτων, Eur. Or. 1326; Heracl. 479.

Greek (Liddell-Scott)

στέναγμα: τό, στεναγμός, γογγυσμός, Σοφ. Ο. Τ. 5, Εὐρ. Ὀρ. 1326, Ἡρακλ. 478, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 367, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gémissement.
Étymologie: στενάζω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ στενάζω
στεναγμός.

Greek Monotonic

στέναγμα: -ατος, τό, αναστεναγμός, βαριαναστεναγμός, βογκητό, γογγυσμός, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

στέναγμα: ατος τό стон Soph., Eur., Arph.