Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιλόγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόγᾰμος:''' -ον, αυτός που λαχταρά το γάμο, σε Ευρ.
|lsmtext='''φῐλόγᾰμος:''' -ον, αυτός που λαχταρά το γάμο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόγαμος:''' жаждущий бракосочетания (μνηστῆρες Eur.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόγᾰμος Medium diacritics: φιλόγαμος Low diacritics: φιλόγαμος Capitals: ΦΙΛΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: philógamos Transliteration B: philogamos Transliteration C: filogamos Beta Code: filo/gamos

English (LSJ)

ον,

   A longing for marriage, μνηστῆρες E.IA392 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1278] heirathslustig, μνηστῆρες Eur. I. A. 392.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγᾰμος: -ον, ὁ φιλῶν ἢ σφόδρα ἐπιθυμῶν τὸν γάμον, φιλόγαμοι μνηστῆρες Εὐρ. Ι. Α. 392.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami du mariage.
Étymologie: φίλος, γάμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιθυμεί έντονα τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γαμος (< γάμος), πρβλ. μελλό-γαμος].

Greek Monotonic

φῐλόγᾰμος: -ον, αυτός που λαχταρά το γάμο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόγαμος: жаждущий бракосочетания (μνηστῆρες Eur.).