ὀροτύπος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀροτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το [[βουνό]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὀροτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το [[βουνό]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀροτύπος:''' (ῠ) плещущийся о гору, т. е. низвергающийся с горы ([[ὕδωρ]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A dashing down a mountain, ὕδωρ A.Th.85 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 386] = ὀρειτύπος, ὕδωρ, Aesch. Spt. 85; Phot. erkl. auch ὑλοτόμος. Vgl. ὀροιτύπος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροτύπος: [ῠ], -ον, = ὀρειτύπος, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 85.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui bat le flanc d’une montagne (torrent).
Étymologie: ὄρος, τύπτω.
Greek Monolingual
ὀροτύπος, -ον (Α)
βλ. ορειτύπος.
Greek Monotonic
ὀροτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που πηγάζει, που φέρεται από το βουνό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὀροτύπος: (ῠ) плещущийся о гору, т. е. низвергающийся с горы (ὕδωρ Aesch.).