ἀμφοτερόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφοτερόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο [[πράγμα]] (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
|mltxt=[[ἀμφοτερόγλωσσος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο [[πράγμα]] (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφότεροι</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> <span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφοτερόγλωσσος:''' двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против ([[Ζήνων]] ὁ [[Ἐλεάτης]] [[Timon]] ap. Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Medium diacritics: ἀμφοτερόγλωσσος Low diacritics: αμφοτερόγλωσσος Capitals: ΑΜΦΟΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: amphoteróglōssos Transliteration B: amphoteroglōssos Transliteration C: amfoteroglossos Beta Code: a)mfotero/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A speaking both ways, double-tongued, of Zeno the inventor of dialectic, Id.45, cf.Eust.1440.35.

German (Pape)

[Seite 146] zweierlei Rede führend, zweizüngig, Tim. bei Plut. Pericl. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφοτερόγλωσσος: -ον, ὁ κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους ὁμιλῶν, ὁ διττῶς λαλῶν, δίγλωσσος, περὶ τοῦ Ζήνωνος τοῦ εὑρόντος τὴν διαλεκτικήν, Τίμων παρὰ Πλουτ. Περικλ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui soutient le pour et le contre.
Étymologie: ἀμφότερος, γλῶσσα.

Spanish (DGE)

-ον
fig. de doble lengua de Zenón c. alusión a su capacidad dialéctica, Timo 45, cf. Eust.1440.35.

Greek Monolingual

ἀμφοτερόγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με δύο τρόπους για το ίδιο πράγμα (ειπώθηκε για τον Ζήνωνα τον Ελεάτη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + -γλωσσος < γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφοτερόγλωσσος: двуязычный, т. е. говорящий как за, так и против (ΖήνωνἘλεάτης Timon ap. Plut.).