καλλίπωλος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(5)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίπωλος:''' -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.
|lsmtext='''καλλίπωλος:''' -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλίπωλος:''' славящийся красивыми жеребцами ([[ἕδρα]], sc. [[Ὀρχομενός]] Pind.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπωλος Medium diacritics: καλλίπωλος Low diacritics: καλλίπωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kallípōlos Transliteration B: kallipōlos Transliteration C: kallipolos Beta Code: kalli/pwlos

English (LSJ)

ον,

   A with beautiful steeds, Pi.O.14.1.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.

English (Slater)

καλλῐπωλος, -ον
   1 with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)

Greek Monolingual

καλλίπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό-πωλος, ταχύ-πωλος].

Greek Monotonic

καλλίπωλος: -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπωλος: славящийся красивыми жеребцами (ἕδρα, sc. Ὀρχομενός Pind.).