ἄστηλος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄστηλος:''' -ον ([[στήλη]]), αυτός που δεν έχει επιτύμβια [[στήλη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἄστηλος:''' -ον ([[στήλη]]), αυτός που δεν έχει επιτύμβια [[στήλη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄστηλος:''' без надгробной стелы ([[πέτρος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without tombstone, AP7.479 (Theodorid.).
German (Pape)
[Seite 376] (στήλη), ohne Säule, bes. ohne Grabstein, Anth., z. B. Theorids. 18 (VII, 479).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans cippe funéraire.
Étymologie: ἀ, στήλη.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene estela funeraria, ἄστηλος περ ἐοῦσα AP 7.479 (Theodorid.).
Greek Monolingual
ἄστηλος, -ον (Α)
χωρίς επιτύμβια στήλη.
Greek Monotonic
ἄστηλος: -ον (στήλη), αυτός που δεν έχει επιτύμβια στήλη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστηλος: без надгробной стелы (πέτρος Anth.).