ἀνοικτέον: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοικτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνοίγω]], αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀνοικτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνοίγω]], αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοικτέον:''' adj. verb. к [[ἀνοίγω]].
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοικτέον Medium diacritics: ἀνοικτέον Low diacritics: ανοικτέον Capitals: ΑΝΟΙΚΤΕΟΝ
Transliteration A: anoiktéon Transliteration B: anoikteon Transliteration C: anoikteon Beta Code: a)noikte/on

English (LSJ)

   A one must open, E.Ion1387.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοικτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνοίγω, πρέπει τις νὰ ἀνοίξῃ, Εὐρ. Ἴων 1387.

Spanish (DGE)

hay que abrir τάδ' E.Io 1387.

Greek Monotonic

ἀνοικτέον: ρημ. επίθ. του ἀνοίγω, αυτό που πρέπει να ανοιχθεί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοικτέον: adj. verb. к ἀνοίγω.