φιλαίτερος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλαίτερος:''' [[φιλαίτατος]], ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[φίλος]].
|lsmtext='''φῐλαίτερος:''' [[φιλαίτατος]], ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του [[φίλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλαίτερος:''' Xen. compar. к [[φίλος]] I.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαίτερος Medium diacritics: φιλαίτερος Low diacritics: φιλαίτερος Capitals: ΦΙΛΑΙΤΕΡΟΣ
Transliteration A: philaíteros Transliteration B: philaiteros Transliteration C: filaiteros Beta Code: filai/teros

English (LSJ)

φιλαίτατος, irreg. Comp. and Sup. of φίλος (q. v. sub fin.).

German (Pape)

[Seite 1274] u. φιλαίτατος, unreg. comp. u. superl. zu φίλος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαίτερος: φιλαίτατος, ἀνώμαλ. συγκρ. καὶ ὑπερθετ. τοῦ φίλος (ὃ ἴδε ἐν τέλει).

French (Bailly abrégé)

v. φίλος.

Greek Monotonic

φῐλαίτερος: φιλαίτατος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φιλαίτερος: Xen. compar. к φίλος I.