ἰσοταχής: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
(18) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοταχής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση [[ταχύτητα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που διατηρεί σταθερή [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σφυγμούς) [[κανονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοταχώς</i> (Α <i>ἰσοταχῶς</i>)<br />με ίση [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάχος]] «[[ταχύτητα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομοιο</i>-<i>ταχής</i>, <i>ομο</i>-<i>ταχής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[ἰσοταχής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση [[ταχύτητα]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που διατηρεί σταθερή [[ταχύτητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για σφυγμούς) [[κανονικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοταχώς</i> (Α <i>ἰσοταχῶς</i>)<br />με ίση [[ταχύτητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ταχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τάχος]] «[[ταχύτητα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομοιο</i>-<i>ταχής</i>, <i>ομο</i>-<i>ταχής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσοτᾰχής:''' обладающий равной скоростью, одинаково быстрый (ἀλλοιώσεις Arst.; τὰ κινούμενα Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A possessing equal velocity, Arist.Ph.216a20, al., Plb. 10.44.9, Cleom.2.1, Ph.1.588; ἄτομοι Epicur.Ep.1p.18U., Nat.2.2; πλοῖα Ph.Bel.73.21; τινι Arist.Ph.240a8: generally, equally swift, νίκης κρίσις Epigr.Gr.939.2 (Synnada). Adv. -χῶς Arist.Mech.848a16, Sch.Epicur.Ep.1p.8U. II uniform in rate, of the pulse, Gal. 8.459, Plb.10.44.13, Str.1.2.17. Adv. -χῶς Gal.9.454.
German (Pape)
[Seite 1267] ές, gleich schnell, Pol. 10, 44, 9 u. a. Sp.; auch adv., Pol. 34, 4, 6 Plut. adv. Stoic. 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτᾰχής: -ές, ἐξ ἴσου ταχύς, Ἀριστ. Φυσ. 4. 8, 15., 7. 4, 9, κ. ἀλλ.· τινι αὐτόθι, 6. 9, 6. ― Ἐπίρρ. -χῶς, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. προοιμ. 10, Πολύβ. 34. 4, 6, Στράβ. 25.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοταχής, -ές)
1. αυτός που έχει ίση ταχύτητα με κάποιον άλλο
2. αυτός που διατηρεί σταθερή ταχύτητα
αρχ.
(για σφυγμούς) κανονικός.
επίρρ...
ισοταχώς (Α ἰσοταχῶς)
με ίση ταχύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ταχής (< τάχος «ταχύτητα»), πρβλ. ομοιο-ταχής, ομο-ταχής].
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτᾰχής: обладающий равной скоростью, одинаково быстрый (ἀλλοιώσεις Arst.; τὰ κινούμενα Sext.).