διαδηλόω: Difference between revisions
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[φανερώνω]], κάνω [[κάτι]] εμφανές, σε Πλούτ. | |lsmtext='''διαδηλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[φανερώνω]], κάνω [[κάτι]] εμφανές, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαδηλόω:''' пояснять, обозначать (γράμμασί τι Plut. и τινα Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A make manifest, indicate clearly, PRev. Laws 16.17 (iii B. C.), J.BJ6.9.3, Plu.Caes.6, D.L.4.46, S.E.M.7.87, D.C.40.17.
German (Pape)
[Seite 576] ganz deutlich machen, offenbaren, Plut. Caes. 7; D. L. 4, 46; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διαδηλόω: ποιῶ κατάδηλον, φανερώνω ἐντελῶς, Πλούτ. Καίσ. 6, Διογ. Λ. 4. 46, Ἰώσηπ. Ι. Π. 6. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. διεδήλουν;
rendre tout à fait évident.
Étymologie: διάδηλος.
Spanish (DGE)
I tr.
1 mostrar, evidenciar, poner de manifiesto c. interr. indir. (ἡ νοῦσος) ἐν ταύτῃσι ἡμέρῃσι διαδηλοῖ εἰ θανάσιμος ἢ οὔ Hp.Int.39
•c. ac. de abstr. τὴν ἀκμὴν τῆς πόλεως διαδηλῶσαι Νέρωνι I.BI 6.422, cf. D.L.4.46, ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖνα (τὰ ὑποκείμενα) τὴν ἀλλήλων διαδηλοῖ φύσιν S.E.M.7.87, cf. D.C.40.17.2, 43.35.3, ἡδεῖαν διαδηλοῖ φύσιν Aristid.Quint.116.23, cf. 19
•representar gráficamente διεδήλου δὲ γράμμασι τὰ Κιμβρικὰ κατορθώματα Plu.Caes.6.
2 ref. al lenguaje, oral o escrito manifestar, dar a conocer διαδηλοῦντες ὅσον ἦν τὸ π[εριὸν ἐκ] τοῦ ἐπάνω χρόνου PRev.Laws 16.17 (III a.C.), cf. PVindob.Boswinkel 1.15 (I d.C.), πάντα ἀλλήλοις διεδήλουν D.C.46.36.5, τὰ ... πλείω ἐς σανίδας γράφων διηδέλου D.C.60.13.5.
II intr. manifestarse διαδηλοῖ δὲ ταῦτα ἐν τῇσιν ἑπτὰ ἡμέρῃσιν Hp.Morb.1.26, cf. 3.15.
Greek Monotonic
διαδηλόω: μέλ. -ώσω, φανερώνω, κάνω κάτι εμφανές, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαδηλόω: пояснять, обозначать (γράμμασί τι Plut. и τινα Diog. L.).