συμμεταφέρω: Difference between revisions

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
(39)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μεταφέρω]]<br />[[μεταφέρω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
|mltxt=Α [[μεταφέρω]]<br />[[μεταφέρω]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταφέρω:''' одновременно переносить, т. е. уносить, увлекать (τί τινι Plut.): ἑλκόμενος [[ὑπό]] τινος καὶ συμμεταφερόμενος Plut. увлекаемый кем-л. и всюду за ним следующий.
}}
}}

Revision as of 07:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταφέρω Medium diacritics: συμμεταφέρω Low diacritics: συμμεταφέρω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΦΕΡΩ
Transliteration A: symmetaphérō Transliteration B: symmetapherō Transliteration C: symmetafero Beta Code: summetafe/rw

English (LSJ)

   A transfer at the same time, Placit.4.14.1; σ. τὴν ἀτοπίαν τῷ λόγῳ carry over together with, Plu.2.1071b:—Pass., to be borne away together, Id.Ant. 66.

German (Pape)

[Seite 981] (s. φέρω), mit od. zugleich wegtragen, wegsetzen; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 29; pass., Ant. 66.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταφέρω: μεταφέρω συγχρόνως, Πλούτ. 2. 901C· σ. τὴν ἀτοπίαν τῷ λόγῳ, μεταφέρω ὁμοῦ μετά τινος, αὐτόθι 1071Β. ― Παθ., μεταφέρομαι ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 66.

French (Bailly abrégé)

f. συμμετοίσω, etc.
transporter ou déplacer en même temps ; Pass. être transporté avec.
Étymologie: σύν, μεταφέρω.

Greek Monolingual

Α μεταφέρω
μεταφέρω μαζί ή συγχρόνως.

Greek Monolingual

Α μεταφέρω
μεταφέρω μαζί ή συγχρόνως.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταφέρω: одновременно переносить, т. е. уносить, увлекать (τί τινι Plut.): ἑλκόμενος ὑπό τινος καὶ συμμεταφερόμενος Plut. увлекаемый кем-л. и всюду за ним следующий.