ὀνώδης: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(29) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνώδης]], -ῶδες (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, [[γαϊδουρήσιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου. | |mltxt=[[ὀνώδης]], -ῶδες (Α) [[όνος]]<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με όνο<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, [[γαϊδουρήσιος]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀνώδης:''' <b class="num">1)</b> как у осла, ослиный (τὰ [[ὦτα]] Arst.): ὀ. τὴν χρόαν Plut. цвета ослиной кожи;<br /><b class="num">2)</b> достойный осла, тупоумный ([[φιλοπλουτία]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A ass-like, of persons, Arist.Phgn.812a10, Phld.Rh. 1.6 S. (Sup.); ὀ. φιλοπλουτία Plu.2.525e ; of colour, ib.362f.
German (Pape)
[Seite 351] ες, = ὀνοειδής; Arist. physiogn. 6; Plut. Is. et Os. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνώδης: ες,= ὀνοειδής, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 31, Πλούτ. 2. 362F, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à un âne.
Étymologie: ὄνος, -ωδης.
Greek Monolingual
ὀνώδης, -ῶδες (Α) όνος
1. αυτός που μοιάζει με όνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, γαϊδουρήσιος
3. αυτός που έχει το χρώμα του όνου.
Russian (Dvoretsky)
ὀνώδης: 1) как у осла, ослиный (τὰ ὦτα Arst.): ὀ. τὴν χρόαν Plut. цвета ослиной кожи;
2) достойный осла, тупоумный (φιλοπλουτία Plut.).