τιτθίον: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τιτθίον:''' τό, υποκορ. του [[τιτθός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''τιτθίον:''' τό, υποκορ. του [[τιτθός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τιτθίον:''' τό сосочек Arph.
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τιτθίον Medium diacritics: τιτθίον Low diacritics: τιτθίον Capitals: ΤΙΤΘΙΟΝ
Transliteration A: titthíon Transliteration B: titthion Transliteration C: titthion Beta Code: titqi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of

   A τιτθός 1, Crates Com.40, Ar.Ach.1199, Ra.415 (lyr.), Men. Sam.51, Antiph.106.4.

German (Pape)

[Seite 1121] τό, dim. von τίτθη, Brüstchen, Ar. Ach. 1199 Plut. 1067 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

τιτθίον: τό, ὑποκορ. τοῦ τιτθός, τῶν τιτθίων, ὡς σκληρὰ καὶ κυδώνια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1199· χιτωνίου παραρραγέντος τιτθίον προκῦψαν Βάτρ. 412, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de τιτθός.

Greek Monolingual

τὸ, Α τιτθός
(υποκορ. του τιτθός) μικρός μαστός, βυζάκι.

Greek Monotonic

τιτθίον: τό, υποκορ. του τιτθός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τιτθίον: τό сосочек Arph.