ἐκπεπληγμένως: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπεπληγμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπλήσσω]], μέσα σε [[κατάσταση]] πανικού, σε Δημ. | |lsmtext='''ἐκπεπληγμένως:''' επίρρ. Παθ. παρακ. του [[ἐκπλήσσω]], μέσα σε [[κατάσταση]] πανικού, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκπεπληγμένως:''' в паническом страхе (διακεῖσθαι Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., διακεῖσθαι to be in a state
A of panic, D.Prooem. 39.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπληγμένως: ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec frayeur.
Étymologie: ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de ἐκπλήττω.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπλήσσω con pánico ἐ. διακεῖσθαι D.Prooem.39.1.
Greek Monolingual
βλ. εκπλήττω.
Greek Monotonic
ἐκπεπληγμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπλήσσω, μέσα σε κατάσταση πανικού, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεπληγμένως: в паническом страхе (διακεῖσθαι Dem.).