σημικίνθιον: Difference between revisions
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σημικίνθιον:''' ή [[σιμικίνθιον]], τό, το Λατ. [[semicinctium]], [[ποδιά]] ή [[πετσέτα]] κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''σημικίνθιον:''' ή [[σιμικίνθιον]], τό, το Λατ. [[semicinctium]], [[ποδιά]] ή [[πετσέτα]] κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σημικίνθιον:''' τό NT v. l. = [[σιμικίνθιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
(written σιμικίνθιον), τό, Lat.
A semicinctium, apron or kerchief, Act.Ap.19.12.
German (Pape)
[Seite 875] τό, das lat. semicinctum, Schürze, Handtuch, Schnupftuch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σημικίνθιον: ἢ σιμικίνθιον, τό, Λατ. semicinctium, «ποδιὰ» ἢ «μανδῆλι», Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
sorte de tablier ou de fichu.
Étym. lat. semicinctium.
Greek Monolingual
και σιμικίνθιον, τὸ, Α
η ποδιά, η μπροστέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi- (πρβλ. ημι-) + cinctus «ζώνη»].
Greek Monotonic
σημικίνθιον: ή σιμικίνθιον, τό, το Λατ. semicinctium, ποδιά ή πετσέτα κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
σημικίνθιον: τό NT v. l. = σιμικίνθιον.