ἐμπερίληψις: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπερίληψις]], η (Α)<br />το να συμπεριλαμβάνεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=[[ἐμπερίληψις]], η (Α)<br />το να συμπεριλαμβάνεται [[κάτι]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπερίληψις:''' εως ἡ окружение, схватывание (τινος Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A encompassment, τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19; τοῦ φωτός Epicur.Ep.2p.45U.; embracing, χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.
German (Pape)
[Seite 812] ἡ, das Insichenthalten, -begreifen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπερίληψις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπεριλαμβάνειν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 confinamiento, cerco τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19, τοῦ φωτός Epicur.Ep.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.Paed.1.6.40.
2 inclusión, intercalación χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.1.
Greek Monolingual
ἐμπερίληψις, η (Α)
το να συμπεριλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπερίληψις: εως ἡ окружение, схватывание (τινος Arst.).