ἑλεόθρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑλεόθρεπτος:''' -ον ([[ἕλος]], [[τρέφω]]), αυτός που τρέφεται σε [[έλος]], [[ελόβιος]]. | |lsmtext='''ἑλεόθρεπτος:''' -ον ([[ἕλος]], [[τρέφω]]), αυτός που τρέφεται σε [[έλος]], [[ελόβιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑλεόθρεπτος:''' растущий на болоте, болотный ([[σέλινον]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (ἕλος)
A marsh-bred, σέλινον Il.2.776, Nic.Th.597.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλεόθρεπτος: -ον, (ἕλος) ὁ ἐν τοῖς ἕλεσι τρεφόμενος, λωτὸν ἐρεπτόμενοι ἑλεόθρεπτόν τε σέλινον Ἰλ. Β. 776.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui croît litt. se nourrit dans les marais ou les marécages.
Étymologie: ἕλος, τρέφω.
Greek Monotonic
ἑλεόθρεπτος: -ον (ἕλος, τρέφω), αυτός που τρέφεται σε έλος, ελόβιος.
Russian (Dvoretsky)
ἑλεόθρεπτος: растущий на болоте, болотный (σέλινον Hom.).