ἀπρόσικτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσικτος:''' -ον, [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ἀπρόσικτος:''' -ον, [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσικτος:''' недоступный (ἔρωτες Pind.).
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσικτος Medium diacritics: ἀπρόσικτος Low diacritics: απρόσικτος Capitals: ΑΠΡΟΣΙΚΤΟΣ
Transliteration A: aprósiktos Transliteration B: aprosiktos Transliteration C: aprosiktos Beta Code: a)pro/siktos

English (LSJ)

ον,

   A unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.

German (Pape)

[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσικνέομαι.

English (Slater)

ἀπρόσικτος
   1 unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)

Spanish (DGE)

-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.

Greek Monolingual

ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσικτος: -ον, ακατόρθωτος, ανέφικτος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσικτος: недоступный (ἔρωτες Pind.).