κάρρων: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρρων]], -ον (Α)<br />[[καλύτερος]] (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας [[Λακεδαίμων]] ἔχει τήνου κάρρονας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ἄμμες]] δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. [[κάρρων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρσων</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρ</i>-<i>σσων</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κάρτ</i>-<i>yων</i>, με [[αφομοίωση]] (-<i>τy</i>- &GT; -<i>σσ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέλιτ</i>-<i>ya</i> &GT; [[μέλισσα]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρτ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>].
|mltxt=[[κάρρων]], -ον (Α)<br />[[καλύτερος]] (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας [[Λακεδαίμων]] ἔχει τήνου κάρρονας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ἄμμες]] δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. [[κάρρων]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρσων</i>, με [[αφομοίωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>κάρ</i>-<i>σσων</i>, με [[απλοποίηση]] τών -<i>σσ</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>κάρτ</i>-<i>yων</i>, με [[αφομοίωση]] (-<i>τy</i>- &GT; -<i>σσ</i>- <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέλιτ</i>-<i>ya</i> &GT; [[μέλισσα]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>καρτ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''κάρρων:''' 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = [[κρείσσων]].
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρρων Medium diacritics: κάρρων Low diacritics: κάρρων Capitals: ΚΑΡΡΩΝ
Transliteration A: kárrōn Transliteration B: karrōn Transliteration C: karron Beta Code: ka/rrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A stronger, better, Dor. for κρείσσων, Alcm.89, Epich.165, Sophr.59, Ti.Locr.94c, AP7.413.7 (Antip.), Plu.Lyc.25; κάρρον ἐστίν c. inf., it is better to... Cerc.5.13:—hence καρρόθεν, Adv. from something better, Dam. ap. Suid. s.v. κάρρων.

Greek (Liddell-Scott)

κάρρων: -ον, γεν. ονος, Δωρ. ἀντὶ κρέσσων, κρείσσων, Ἀλκμὰν 83, Ἐπίχ. 115 Ahr., Σώφρων 27, Τίμ. Λοκρ. 94C, κ. ἀλλ.·―καρρόθεν, Ἐπίρρ., ἀπὸ τοῦ κρείττονος, Δαμάσκιος παρὰ Σουΐδ.―Πρβλ. κάρτα, κρατύς, κάρτιστος.

Greek Monolingual

κάρρων, -ον (Α)
καλύτερος (α. «πολλούς δὲ ἄνδρας Λακεδαίμων ἔχει τήνου κάρρονας», Πλούτ.
β. «ἄμμες δέ γ' ἐσόμεθα πολλῷ κάρρονες».).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτ. βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρρων < κάρσων, με αφομοίωση < κάρ-σσων, με απλοποίηση τών -σσ- < κάρτ-yων, με αφομοίωση (-τy- > -σσ- πρβλ. μέλιτ-ya > μέλισσα) < θ. καρτ-, πρβλ. καρτ-ερός].

Russian (Dvoretsky)

κάρρων: 2, gen. ονος дор. Plat., Plut., Anth. = κρείσσων.