ἀντιδάκτυλος: Difference between revisions
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιδάκτυλος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το χοντρό [[δάχτυλο]] του χεριού, ο [[αντίχειρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεστραμμένος]] [[δάκτυλος]], ο [[ανάπαιστος]] (υυ-). | |mltxt=[[ἀντιδάκτυλος]], ο (AM)<br /><b>μσν.</b><br />το χοντρό [[δάχτυλο]] του χεριού, ο [[αντίχειρας]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ανεστραμμένος]] [[δάκτυλος]], ο [[ανάπαιστος]] (υυ-). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιδάκτῠλος:''' ὁ стих. обратный дактиль (стопа ∪ ∪ –). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A thumb, Aq.Ex.29.20. II in Metric, dactyl reversed, anapaest, Diom.1.478K., Choerob.in Heph.p.215C.
German (Pape)
[Seite 250] ὁ, umgekehrter Daktylus, d. i. Anapäst, Schol. Steph. p. 159 Gaisf.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδάκτῠλος: ὁ, ὁ ἀντίχειρ, Ἀκύλας Π. Διαθ. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετρικοῖς, ἀνεστραμμένος δάκτυλος, ἤτοι ἀνάπαιστος (υ υ -).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 pulgar Aq.Ex.29.20.
2 métr. anapesto ἀνάπαιστος δέ, ὃν καὶ καλοῦσι τινὲς ἀντιδάκτυλον Choerob.in Heph.p.215, cf. Mar.Vict.6.45, Diom.1.478.28.
Greek Monolingual
ἀντιδάκτυλος, ο (AM)
μσν.
το χοντρό δάχτυλο του χεριού, ο αντίχειρας
αρχ.
ο ανεστραμμένος δάκτυλος, ο ανάπαιστος (υυ-).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδάκτῠλος: ὁ стих. обратный дактиль (стопа ∪ ∪ –).