θέραψ: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θέραψ:''' -ᾰπος, ὁ, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] αντί <i>θεράποντος</i>· ονομ. πληθ. <i>θέραπες</i>, σε Ευρ., Ανθ. Π. | |lsmtext='''θέραψ:''' -ᾰπος, ὁ, [[σπάνιος]] ποιητ. [[τύπος]] αντί <i>θεράποντος</i>· ονομ. πληθ. <i>θέραπες</i>, σε Ευρ., Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θέραψ:''' ᾰπος ὁ (только nom. pl. θέρᾰπες) Eur., Anth. = [[θεράπων]] I. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾰπος, ὁ, poet.,= θεράπων, rare in sg., Epigr.Gr.415.3 (Alexandria): acc., Βακχιακὸν θέραπα (of Anacreon) APl.4.306.10 (Leon.), cf.IGRom.4.1655 (Notium): usu. in nom. pl.,
A θέραπες E.Ion94(anap.), Supp.762, Ion Eleg.2.2, Maiist.14, AP12.229 (Strato): acc. pl. θέραπας in late Prose, Ant.Lib.13.4, 20.5.
German (Pape)
[Seite 1200] απος, ὁ, = Vorigem; οἱ θέραπες Eur. Suppl. 762 Ion 99; Strat. 71 (XII, 229); βακχιακὸν θέραπα Leon. Tar. 37 (Plan. 306).
Greek (Liddell-Scott)
θέραψ: ᾰπος, ὁ, σπάν. ποιητ. τύπος ἀντὶ τοῦ θεράπων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4709· αἰτ. θέραπα Ἀνθ. Πλαν. 306. 10· ἀλλὰ συνήθως κατ’ ὀνομ. πληθ. θέραπες, Εὐρ. Ἴωνι 94, Ἱκέτ. 762, Ἴων Χῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 2, Ἀνθ. Π. 12. 229, Πολυδ. Ϛ΄, 122.
French (Bailly abrégé)
απος (ὁ) :
c. θεράπων serviteur.
Étymologie: pê de θέρω.
Greek Monolingual
θέραψ, ὁ (Α)
θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του θεράπων.
ΠΑΡ. θεραπεύω
αρχ.
θεράπιον, θεραπίς.
Greek Monotonic
θέραψ: -ᾰπος, ὁ, σπάνιος ποιητ. τύπος αντί θεράποντος· ονομ. πληθ. θέραπες, σε Ευρ., Ανθ. Π.
Russian (Dvoretsky)
θέραψ: ᾰπος ὁ (только nom. pl. θέρᾰπες) Eur., Anth. = θεράπων I.