εὐθυθάνατος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐθυθάνᾰτος:''' -ον, αυτός που σκοτώνει [[γρήγορα]], που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο [[πλήγμα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εὐθυθάνᾰτος:''' -ον, αυτός που σκοτώνει [[γρήγορα]], που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο [[πλήγμα]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθῠθάνᾰτος:''' причиняющий немедленную смерть, убивающий наповал ([[πληγή]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 08:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠθάνᾰτος Medium diacritics: εὐθυθάνατος Low diacritics: ευθυθάνατος Capitals: ΕΥΘΥΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: euthythánatos Transliteration B: euthythanatos Transliteration C: efthythanatos Beta Code: eu)quqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον,

   A quick-killing, mortal, πληγή Plu.Ant.76.

German (Pape)

[Seite 1070] sogleich tödtend, πληγή, Plut. Ant. 76.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυθάνατος: -ον, ταχέως φονεύων, θανάσιμος, πληγὴ Πλουτ. Ἀντών. 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause la mort sur-le-champ.
Étymologie: εὐθύς, θάνατος.

Greek Monolingual

εὐθυθάνατος, -ον (Α)
αυτός που επιφέρει γρήγορα τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + θάνατος.

Greek Monotonic

εὐθυθάνᾰτος: -ον, αυτός που σκοτώνει γρήγορα, που επιφέρει άμεσο, θανάσιμο πλήγμα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠθάνᾰτος: причиняющий немедленную смерть, убивающий наповал (πληγή Plat.).