ὀλιγήριος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγήριος:''' -ον, = [[ὀλίγος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὀλῐγήριος:''' -ον, = [[ὀλίγος]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγήριος:''' небольшой, маленький ([[σῆμα]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg., ὀ. σῆμα a
A small tombstone, AP7.656 (Leon.) : or perh. compd. of ὀλίγος, ἠρίον.
German (Pape)
[Seite 320] = ὀλίγος; σῆμα, ein kleines Grabmal, Leon. Tar. 83 (VII, 656), wo nicht an eine Zusammensetzung mit ἠρίον zu denken ist.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγήριος: -ον, = ὀλίγος, ὀλ. σῆμα, μικρὸς τάφος, μικρὰ πλὰξ τάφου, Ἀνθ. Π. 7. 656· - ἔνθα ἕταιροι ἐκλαμβάνουσι τὸ ὀλιγήριον ὡς οὐσιαστ. σύνθετον ἐκ τοῦ ὀλίγος, ἠρίον· ἴδε Λοβεκ. Παθολ. σ. 281.
Greek Monolingual
ὀλιγήριος, -ον (Α) ολιγήρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά ως επίθ. στη λ. σῆμα «τάφος» και γι' αυτό θεωρείται σύνθ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἠρίον «τάφος, τύμβος»].
Greek Monotonic
ὀλῐγήριος: -ον, = ὀλίγος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγήριος: небольшой, маленький (σῆμα Anth.).