ἀγάρροος: Difference between revisions
μνήσθητι τίς μου ἡ ὑπόστασις → remember how short my time is
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγάρροος:''' -ον, συνηρ. [[ἀγάρρους]], <i>-ουν</i> ([[ἄγαν]], [[ῥέω]]), αυτός που ρέει με [[ορμή]], αυτός που έχει γοργή ροή, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀγάρροος:''' -ον, συνηρ. [[ἀγάρρους]], <i>-ουν</i> ([[ἄγαν]], [[ῥέω]]), αυτός που ρέει με [[ορμή]], αυτός που έχει γοργή ροή, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγάρροος:''' стяж. [[ἀγάρρους]] 2 (ᾰγ) стремительно текущий, бурливый ([[Ἑλλήσποντος]] Hom.; [[πόντος]] HH; [[Τίγρις]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, contr. ἀγάρρους, ουν, (ῥέω
A strong-flowing, Ἑλλήσποντος Il.2.845, 12.30; πόντος h.Cer.34; τίγρις AP7.747 (Lib.), cf. Q.S. 10.174.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάρροος: -ον, συνῃρ. -ρρους, ουν, = (ἄγαν. ῥέω) ὀ ἰσχυρῶς ῥέων. Ὁμηρ. ἐπίθ. τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἰλ. Β, 845., Μ, 30.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
c. att. ἀγάρρους.
English (Autenrieth)
([σ]ῥέω): strong-flowing, Ἑλλήσποντος, Il. 2.845.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -ρρους, -ουν
• Prosodia: [ᾰ-]
caudaloso, de caudalosas corrientes, impetuoso, Ἑλλήσποντος Il.2.845, 12.30, Musae.208, πόντος h.Cer.34, Τίγρις AP 7.747 (Lib.), Νεῖλος Orph.A.45, cf. Q.S.10.174.
• Etimología: De ἀγα- q.u. y ῥόος.
Greek Monotonic
ἀγάρροος: -ον, συνηρ. ἀγάρρους, -ουν (ἄγαν, ῥέω), αυτός που ρέει με ορμή, αυτός που έχει γοργή ροή, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάρροος: стяж. ἀγάρρους 2 (ᾰγ) стремительно текущий, бурливый (Ἑλλήσποντος Hom.; πόντος HH; Τίγρις Anth.).