καιροτηρέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(6_21) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καιροτηρέω''': τὰς μεταβολάς, καιροσκοπῶ τὰς μεταβολάς, Διόδ. 19. 16, πρβλ. 13. 21· ― [[ἐντεῦθεν]], καιροτηρησία (ἢ καιροτήρησις), ἡ, Ἀριστέας σ. 88, ἔκδ. Ὀξων., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 299. | |lstext='''καιροτηρέω''': τὰς μεταβολάς, καιροσκοπῶ τὰς μεταβολάς, Διόδ. 19. 16, πρβλ. 13. 21· ― [[ἐντεῦθεν]], καιροτηρησία (ἢ καιροτήρησις), ἡ, Ἀριστέας σ. 88, ἔκδ. Ὀξων., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 299. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καιροτηρέω:''' выжидать, высматривать, наблюдать (τὰς μεταβολάς Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
τὰς μεταβολάς
A observe the seasons of change, D.S.19.16, cf. 13.22: generally, lie in wait for, τινὰς ἀσχολουμένους PAmh.2.35.8 (ii B. C.), cf. UPZ19.26 (ii B. C.):— also in Med., -τηρησάμενός με ἐξερχόμενον BGU909.6 (iv A. D.):
German (Pape)
[Seite 1297] die rechte Zeit wahrnehmen, D. Sic. 13, 21, τὰς μεταβολάς 19, 16.
Greek (Liddell-Scott)
καιροτηρέω: τὰς μεταβολάς, καιροσκοπῶ τὰς μεταβολάς, Διόδ. 19. 16, πρβλ. 13. 21· ― ἐντεῦθεν, καιροτηρησία (ἢ καιροτήρησις), ἡ, Ἀριστέας σ. 88, ἔκδ. Ὀξων., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 299.
Russian (Dvoretsky)
καιροτηρέω: выжидать, высматривать, наблюдать (τὰς μεταβολάς Diod.).