ἀβίοτος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβίοτος:''' -ον = [[ἀβίωτος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀβίοτος:''' -ον = [[ἀβίωτος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβίοτος:''' Eur. = [[ἀβίωτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A making life unliveable, κατακονὰ ἀ. βίου, ἀ. βίου τύχα E.Hipp.821,868; βίοτος AP9.574 (v.l. κοὐ βίοτον).
German (Pape)
[Seite 3] βίοτος, Ep. ad. 653 (IX, 574), = ἀβίωτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβίοτος: -ον, ποιητ. = τῷ ἀβίωτος, κατακονά ἀβίοτος βίου, ἀβίοτος βίου τύχα, Εὐρ. Ἱππ. 821, 867, ἔνθα πρότερον ἀνεγινώσκετο ἀβίωτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀβίωτος.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰβῐ-]
que hace imposible vivir κατακονά ἀβίοτος βίου E.Hipp.821, ἄχος E.Io 764.
Greek Monotonic
ἀβίοτος: -ον = ἀβίωτος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβίοτος: Eur. = ἀβίωτος.