λιποτάξιον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(23)
(3)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιποτάξιον]], τὸ (Α) [[λιποτάκτης]]<br /><b>1.</b> [[λιποταξία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λιποταξίου]] ή (λιποστρατίου) [[γραφή]]» — [[καταγγελία]] [[εναντίον]] κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.
|mltxt=[[λιποτάξιον]], τὸ (Α) [[λιποτάκτης]]<br /><b>1.</b> [[λιποταξία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[λιποταξίου]] ή (λιποστρατίου) [[γραφή]]» — [[καταγγελία]] [[εναντίον]] κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐποτάξιον:''' τό = [[λιποταξία]]: [[λιποταξίου]] [[γραφή]] Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐποτάξιον Medium diacritics: λιποτάξιον Low diacritics: λιποτάξιον Capitals: ΛΙΠΟΤΑΞΙΟΝ
Transliteration A: lipotáxion Transliteration B: lipotaxion Transliteration C: lipotaksion Beta Code: lipota/cion

English (LSJ)

τό,

   A desertion, λ. διαπεπραγμένοι Ph.2.132:—elsewh. in gen. λιποταξίου γραφή, indictment

   A for desertion, Pl.Lg.943d, D.21.103; ἔνοχος λιποταξίου Lys.14.5; τὰ δ' ἐγχέλεια γράψομαι λιποταξίου, Com. phrase, Antiph.129.9, cf. Pl.Com.7, Ar.Fr.808, v. Poll.8.42.

Greek Monolingual

λιποτάξιον, τὸ (Α) λιποτάκτης
1. λιποταξία
2. φρ. «λιποταξίου ή (λιποστρατίου) γραφή» — καταγγελία εναντίον κάποιου που εγκατέλειψε τον στρατό.

Russian (Dvoretsky)

λῐποτάξιον: τό = λιποταξία: λιποταξίου γραφή Plat., Dem. обвинение в дезертирстве.