σιτευτής: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
(37)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α [[σιτεύω]]<br />αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη [[τροφή]] [[έτσι]] ώστε να παχύνουν.
|mltxt=ὁ, Α [[σιτεύω]]<br />αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη [[τροφή]] [[έτσι]] ώστε να παχύνουν.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτευτής:''' οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.
}}
}}

Revision as of 08:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτευτής Medium diacritics: σιτευτής Low diacritics: σιτευτής Capitals: ΣΙΤΕΥΤΗΣ
Transliteration A: siteutḗs Transliteration B: siteutēs Transliteration C: siteftis Beta Code: siteuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who feeds up cattle, etc., Plu.2.750c.

German (Pape)

[Seite 885] ὁ, der Viehmäster, Plut. amat. 4.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τρέφων κτήνη, κτλ., Πλούτ. 2. 750C.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur.
Étymologie: σιτεύω.

Greek Monolingual

ὁ, Α σιτεύω
αυτός που εκτρέφει ζώα ή πτηνά με άφθονη τροφή έτσι ώστε να παχύνουν.

Russian (Dvoretsky)

σῑτευτής: οῦ ὁ откармливающий животных, скотник Plut.