ἀνείσοδος: Difference between revisions
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνείσοδος:''' -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή [[πρόσβαση]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀνείσοδος:''' -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή [[πρόσβαση]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνείσοδος:''' неприступный, недоступный ([[πόλις]], [[αὐλή]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A without entrance or access, Plu.Dio7, Pyrrh.29.
German (Pape)
[Seite 220] unzugänglich, Plut. Dion. 7 σπουδαίοις ἀνδράσιν αὐλή; vgl. Pyrrh. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείσοδος: -ον, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος, σπουδαίοις ἀνδράσι: ἄβατον καὶ ἀνείσοδον οὖσαν [τὴν αὐλὴν] Πλουτ. Δίων 7, ἀνείσοδον ἔσεσθαι τὴν πόλιν, ὅτι δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν, Πύρρ. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, εἴσοδος.
Spanish (DGE)
-ον
desprovisto de entrada, αὐλή Plu.Dio 7, πόλις Plu.Pyrrh.29.
Greek Monolingual
ἀνείσοδος, -ον (Α)
απρόσιτος, απροσπέλαστος.
Greek Monotonic
ἀνείσοδος: -ον, αυτός που δεν έχει είσοδο ή πρόσβαση, σε Πλούτ.