ψάρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(47c)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή ψᾱρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] ψαρ<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[θεματικός]] τ. του <i>ψάρ</i>].
|mltxt=ή ψᾱρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] ψαρ<br /><b>2.</b> [[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. [[θεματικός]] τ. του <i>ψάρ</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ψάρος:''' и ψᾰρος ὁ Arst. = [[ψάρ]].
}}
}}

Revision as of 08:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψάρος Medium diacritics: ψάρος Low diacritics: ψάρος Capitals: ΨΑΡΟΣ
Transliteration A: psáros Transliteration B: psaros Transliteration C: psaros Beta Code: ya/ros

English (LSJ)

or ψᾶρος, ὁ,

   A = ψάρ, Arist.HA617b26; gen. pl. ψάρων Gal. 6.435.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, = Vor.; Arist. H. A. 9, 26; s. Jacobs Ael. H. A. 16, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ψάρος: ἢ ψᾶρος, ὁ, = ψάρ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 26.

Greek Monolingual

ή ψᾱρος, ὁ, Α
1. το πτηνό ψαρ
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. θεματικός τ. του ψάρ].

Russian (Dvoretsky)

ψάρος: и ψᾰρος ὁ Arst. = ψάρ.