θυμηγερέων: Difference between revisions

From LSJ

κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue

Source
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''θῡμηγερέων:''' ([[ἀγείρω]]), μτχ. με ενεστ. σε [[αχρηστία]], αυτός που ανακτά την [[ψυχή]] του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θῡμηγερέων:''' part. m [[ἀγείρω]] собирающий (последние) силы, еле живой (ἐκ δ᾽ [[ἔπεσον]] θ. Hom.).
}}
}}

Revision as of 09:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμηγερέων Medium diacritics: θυμηγερέων Low diacritics: θυμηγερέων Capitals: ΘΥΜΗΓΕΡΕΩΝ
Transliteration A: thymēgeréōn Transliteration B: thymēgereōn Transliteration C: thymigereon Beta Code: qumhgere/wn

English (LSJ)

(θυμός, ἀγείρω)

   A gathering breath, collecting oneself, Od. 7.283.

German (Pape)

[Seite 1223] den Muth sammelnd, sich erholend, Od. 7, 283.

Greek (Liddell-Scott)

θῠμηγερέων: συνάγων ἑαυτόν, ἀναζωπυρῶν ἐαυτόν, «ἀνακτώμενος τὴν ψυχὴν» (Εὐστ.), Ὀδ. Η. 283˙ - τὸ ῥῆμα δὲν ἀπαντᾷ, πρβλ. ὀλιγηπελέων.

Greek Monotonic

θῡμηγερέων: (ἀγείρω), μτχ. με ενεστ. σε αχρηστία, αυτός που ανακτά την ψυχή του, συγκεντρώνει τον εαυτό του, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θῡμηγερέων: part. m ἀγείρω собирающий (последние) силы, еле живой (ἐκ δ᾽ ἔπεσον θ. Hom.).