εὐβίοτος: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(14) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐβίοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκει την [[τροφή]] του εύκολα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («[[ὅταν]] σε ὁρῶσι [[κόσμιον]], εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίοτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βιώ</i>)]. | |mltxt=[[εὐβίοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βρίσκει την [[τροφή]] του εύκολα<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («[[ὅταν]] σε ὁρῶσι [[κόσμιον]], εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βίοτος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βιώ</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐβίοτος:''' легко добывающий себе пропитание ([[ζῷον]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A easily finding their food, of certain animals, Arist. HA609b19, 615a18. II leading an honest life, respectable, D.C. 52.39, prob. in Antioch Astr. in Cat.Cod.Astr.1.110: written -βίωτος in IG5(2).491 (Megalopolis, ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1058] gut, behaglich lebend, im Ggstz von κακόβιος, Thiere, die sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen wissen, καὶ εὐμήχανα πρὸς τὸν βίον Arist. H. A. 9, 11. 16; von Menschen, auf das Sittliche gehend, neben κόσμιος D. Cass. 52, 39.
Greek (Liddell-Scott)
εὐβίοτος: -ον, ὁ εὐκόλως εὑρίσκων τὴν τροφὴν αὐτοῦ, ἐπὶ τινων ζῳων, Ἀριστ.π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 23., 11. 5, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, διάγων βίον καλόν, ἀξιότιμος, Δίων Κ. 52, 39.
Greek Monolingual
εὐβίοτος, -ον (Α)
1. (για ζώα) αυτός που βρίσκει την τροφή του εύκολα
2. (για ανθρώπους) αυτός που διάγει ενάρετο βίο («ὅταν σε ὁρῶσι κόσμιον, εὐβίοτον», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βίοτος (< βιώ)].
Russian (Dvoretsky)
εὐβίοτος: легко добывающий себе пропитание (ζῷον Arst.).